- καπνιώ
- καπνιῶ, -άω (Α) [καπνός]1. φυσώ καπνό μέσα στην κυψέλη τών μελισσών για να συλλέξω το μέλι2. αναδίδω καπνό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek